- κοσμόπολη
- ημεγάλη πόλη που αποτελεί διεθνές κέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. Κοσμόπολις, μαρτυρείται από το 1875 στον Αν. Περδικάρη, ο οποίος υπονοούσε τη Βιέννη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμόπολη — η μεγάλη πόλη όπου ζουν άνθρωποι από κάθε εθνικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek